lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πληγώνω στα ρωσικά

Λέξη:
πληγώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
изувечивать, калечить, коверкать, ушибить, ранить, уязвлять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πληγώνω, πληγώνω συνωνυμα, πληγώνω γαλλικά, πληγώνω στα ρωσικά, изувечивать στα ελληνικά
πληγώνω στα ρωσικά