lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πυροσβέστης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fire-fighter, fireman
πυροσβέστης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hasič, požárník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feuerwehrmann
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
brandmand
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bombero, matafuego
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pompier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pompiere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brannmann
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пожарник, пожарный
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пажарны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tuletõrjuja
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palomies
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vatrogasac
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
tűzoltó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gaisrininkas
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
hasič
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перевізник, пожежний, пожежник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
strażak

Σχετικές λέξεις

πυροσβέστης σαμ, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξο αυτόχειρα, πυροσβέστης ονειροκρίτης, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, πυροσβέστησ ισπανία έξωση, πυροσβέστης γαλλικά, εθελοντήσ πυροσβέστησ, συμβασιούχος πυροσβέστης, εποχιακός πυροσβέστης, επάγγελμα πυροσβέστης