lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατευνάζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
κατευνάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (11):
заспакойваць, заспакоіць, змякчаць, памякчаць, суняць, суцішаць, суцішыць, сцішаць, сцішваць, сцішыць, уціхамірыць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας κατευνάζω, κατευνάζω τα πνεύματα, κατευνάζω συνώνυμα, κατευνάζω αντωνυμο, κατευθύνω συνωνυμο, κατευθύνω βικιλεξικο, κατευνάζω στα λευκορωσίας, заспакойваць στα ελληνικά
κατευνάζω στα λευκορωσίας