lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευκίνητος στα ρωσικά

Λέξη:
ευκίνητος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (20):
быстрый, верткий, гибкий, изворотлив, изворотливый, искусный, исправен, исправный, ловкий, ловок, политичный, проворен, проворный, увертлив, увертливый, увёртливый, умный, чёткий, юркий, юрок
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ευκίνητος, ευκίνητος στα ρωσικά, быстрый στα ελληνικά
ευκίνητος στα ρωσικά