lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φρενάρω στα ρωσικά

Λέξη:
φρενάρω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
затормаживать, притормаживать, тормозить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά φρενάρω, φρενάρω συνώνυμο, φρενάρω συνώνυμα, φρενάρω μεταφραση, φρενάρω αγγλικά, φρενάρω στα ρωσικά, затормаживать στα ελληνικά
φρενάρω στα ρωσικά