lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φρενάρω στα τσεχική

Λέξη:
φρενάρω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (18):
blokovat, brzdit, bránit, inhibovat, krotit, oslabit, potlačit, potlačovat, překážet, spoutat, tlumit, utlumit, zablokovat, zabrzdit, zadržet, zastavit, zmírnit, zpomalovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική φρενάρω, φρενάρω συνώνυμο, φρενάρω συνώνυμα, φρενάρω μεταφραση, φρενάρω αγγλικά, φρενάρω στα τσεχική, blokovat στα ελληνικά
φρενάρω στα τσεχική