lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακαταστασία στα σουηδικά

Λέξη:
ακαταστασία (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (11):
bråk, mas, oordning, oreda, rubbning, röra, surr, söl, uppståndelse, villervalla, virvlar
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ακαταστασία, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία στα σουηδικά, bråk στα ελληνικά
ακαταστασία στα σουηδικά