lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ορειβάτης στα σουηδικά

Λέξη:
ορειβάτης (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (2):
alpinist, bergsbestigare
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ορειβάτης, ορειβάτησ όλυμποσ, ορειβάτησ στα πιέρια, ορειβάτησ πάπιγκο, ορειβάτησ ιωάννινα, ορειβάτησ για κλάματα, ορειβάτης στα σουηδικά, alpinist στα ελληνικά
ορειβάτης στα σουηδικά