lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ορειβάτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alpinist, climber, mountaineer
ορειβάτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
alpinista, horolezec, horolezkyně
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
alpinist, bergsteiger
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
alpinist
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alpinista
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alpiniste, ascensionniste
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alpinista, scalatore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
alpinist, fjellklatrer, tindebestiger
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
альпинист
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
alpinist, bergsbestigare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
алпинист
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
альпініст
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
alpinista
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
alpinista, tátrai, vezető
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alpinista
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
horolezec
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
альпініст
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
alpinista, taternik

Σχετικές λέξεις

ορειβάτησ πάπιγκο, ορειβάτησ ιωάννινα, ορειβάτης γιάννενα, ορειβάτησ για κλάματα, ορειβάτης πιέρια, ορειβάτης αγνοείται, ορειβάτησ στα πιέρια, ορειβάτης του δρόμου, ορειβάτης στα γιάννενα, ορειβάτησ όλυμποσ