lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συλλογικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
collectively, cooperatively, jointly, mutually
συλλογικά
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hromadně, kolektivně, pospolu, společně, spolu
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemeinnützig, gemeinschaftlich, insgesamt, miteinander
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
sammen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colectivamente, comunidad, comúnmente, entre, juntamente, mancomunadamente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
collectivement, concurremment, conjointement, ensemble, indivisément
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assieme
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sammen, tilfelles
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samman
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kollektiivselt
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zajedno
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
együtt, közösen
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colectivamente
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wspólnie

Σχετικές λέξεις

συλλογικά όργανα διοίκησης, συλλογικά συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης, συλλογικά κυβερνητικά όργανα, συλλογικά όργανα δημοσίου, συλλογικά όργανα περιφέρειας, συλλογικά όργανα οτα, συλλογικά μέτρα προστασίας, συλλογικά δίκτυα διαχείρισης νερού, συλλογικά ουσιαστικά, συλλογικά σήματα