lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τιμωρώ στα τσεχική

Λέξη:
τιμωρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (11):
korigovat, kárat, napravit, opravit, opravovat, penalizovat, pokutovat, pokárat, potrestat, trestat, tříbit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τιμωρώ, τιμωρώ συνώνυμο, τιμωρώ ετυμολογία, τιμωρώ στα τσεχική, korigovat στα ελληνικά
τιμωρώ στα τσεχική