lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δισταγμός στα τσεχική

Λέξη:
δισταγμός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
chvění, fluktuace, kmitání, kolísavost, kolísání, kývání, nerozhodnost, oscilace, otálení, rozpaky, váhavost, váhání, výkyv, zakolísání
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δισταγμός, δισταγμός συνώνυμο, δισταγμός αγγλικά, δισταγμός στα τσεχική, chvění στα ελληνικά
δισταγμός στα τσεχική