lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εισόδημα στα τσεχική

Λέξη:
εισόδημα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
důchod, hlášení, prospěch, příjem, užitek, výdělek, výkaz, výnos, zisk, zpráva
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εισόδημα, εισόδημα που δεν εντάσσεται σε άλλη περίπτωση του πίν 4, εισόδημα επιβολής εισφοράς, εισόδημα από την χρήση ε.ι.χ. στελεχών επιχειρήσεων, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, εισόδημα στα τσεχική, důchod στα ελληνικά
εισόδημα στα τσεχική