lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εισόδημα στα σουηδικά

Λέξη:
εισόδημα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (2):
avkastning, inkomst
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά εισόδημα, εισόδημα που δεν εντάσσεται σε άλλη περίπτωση του πίν 4, εισόδημα επιβολής εισφοράς, εισόδημα από την χρήση ε.ι.χ. στελεχών επιχειρήσεων, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, εισόδημα στα σουηδικά, avkastning στα ελληνικά
εισόδημα στα σουηδικά