lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εισόδημα στα βουλγαρικά

Λέξη:
εισόδημα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (3):
доход, печалба, приход
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά εισόδημα, εισόδημα που δεν εντάσσεται σε άλλη περίπτωση του πίν 4, εισόδημα επιβολής εισφοράς, εισόδημα από την χρήση ε.ι.χ. στελεχών επιχειρήσεων, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, εισόδημα στα βουλγαρικά, доход στα ελληνικά
εισόδημα στα βουλγαρικά