lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εσωκλείω στα τσεχική

Λέξη:
εσωκλείω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
dodat, dodávat, dokládat, družit, přidat, přidávat, přiložit, přimíchat, připojit, spojit, spojovat, zvětšit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εσωκλείω, σας εσωκλείω, εσωκλείω συνώνυμο, εσωκλείω συνώνυμα, εσωκλείω στα τσεχική, dodat στα ελληνικά
εσωκλείω στα τσεχική