lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολίζω στα ρωσικά

Λέξη:
στολίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
украшать, орнаментировать, разукрашивать, прикрашивать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά στολίζω, στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λαμπάδες, στολίζω στα ρωσικά, украшать στα ελληνικά
στολίζω στα ρωσικά