lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υπάρχοντα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
belonging, belongings, estate, possessions, property
υπάρχοντα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jmění, majetek, statek, usedlost, vlastnictví, vlastnost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anwesen, besitz, eigenschaft, eigentum, gut, habe, habseligkeiten, vermögen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bo, bondegård, egenskab, ejendom, formue, gård, kvalitet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bienes, bolsa, finca, haber, patrimonio, pertenencia, propiedad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avoir, bien, frusquina, propriété
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bene, fattoria, podere, proprietà
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bo, eiendom, formue, gård, kvalitet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
достояние, имущество
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pronë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свойство, собственост
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
добра, маёмасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kinnisvara, omand, vara
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laatu, maatila, omaisuus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
imanje
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
nuosavybė, savybė, turtas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
domínio, fazenda, finca, granja, ienes, pertinência, propriedade, qualidade, terras
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
proprietate
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
власність, володіння, майно, майновий, маєток, перевага, речовина, речі, стаття, субстанція, товар, товари
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
mienie

Σχετικές λέξεις

τα υπάρχοντα