lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τραυματίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
τραυματίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (6):
pahoittaa, runnella, sattua, silpoa, haavoittaa, loukata
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά τραυματίζω, τραυματίζω στα φινλανδικά, pahoittaa στα ελληνικά
τραυματίζω στα φινλανδικά