lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τραυματίζω στα ρωσικά

Λέξη:
τραυματίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
изувечивать, калечить, коверкать, ушибить, ранить, уязвлять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά τραυματίζω, τραυματίζω στα ρωσικά, изувечивать στα ελληνικά
τραυματίζω στα ρωσικά