lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τραυματίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
τραυματίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
калечыць, параніць, прям., раніць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας τραυματίζω, τραυματίζω στα λευκορωσίας, калечыць στα ελληνικά
τραυματίζω στα λευκορωσίας