lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τραυματίζω στα τσεχική

Λέξη:
τραυματίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
komolit, mrzačit, poranit, posekat, poškodit, ranit, ublížit, urazit, zkomolit, zmrzačit, znetvořit, zohavit, zranit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τραυματίζω, τραυματίζω στα τσεχική, komolit στα ελληνικά
τραυματίζω στα τσεχική