ορφανός στα αγγλικά ορφανός στα τσεχική ορφανός στα ισπανικά ορφανός στα γαλλικά ορφανός στα ιταλικά ορφανός στα ρωσικά ορφανός στα αλβανικά ορφανός στα φινλανδικά ορφανός στα ουγγρική ορφανός στα λιθουανική ορφανός στα πορτογαλικά ορφανός στα ουκρανικά ορφανός στα πολωνική
αναψυχή στα νορβηγικά καθαρός στα νορβηγικά απόκτηση στα τσεχική δέρνω στα ιταλικά προδίδω στα αγγλικά
προδίδω συνώνυμο αναψυχή συνωνυμο δέρνω συνώνυμα απόκτηση συνώνυμο καθαρός και μικτός μισθός