κόλακας συνώνυμα, κόλακας σημασία, κόλακας λεξικο, κόλακας στα αγγλικά
φουσκάλα ανώνυμος άσπλαχνος απολαμβάνω λαίμαργος επίβλεψη επιτιθέμενος μισθός έδαφος προσευχή γενιά βλάβη γλίτσα ανεκτικότητα υποδουλώνω στόμα θαυμαστής εξαγορά αναρρώνω αυλάκι