αποδεκατίζω στα αγγλικά αποδεκατίζω στα τσεχική αποδεκατίζω στα γερμανικά αποδεκατίζω στα ισπανικά αποδεκατίζω στα γαλλικά αποδεκατίζω στα ρωσικά αποδεκατίζω στα λευκορωσίας αποδεκατίζω στα πορτογαλικά αποδεκατίζω στα ουκρανικά
βοηθός στα λιθουανική άστατος στα πορτογαλικά σπυρί στα αγγλικά εκκλησία στα σλοβενική υποδοχή στα γερμανικά
άστατοσ συνωνυμα βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας υποδοχή ci σπυρί με πύον εκκλησία του χριστού