lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άπληστος στα αγγλικά

Λέξη:
άπληστος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (20):
acquisitive, avaricious, avid, covetous, esurient, gluttonous, grabber, grasping, greed, greedy, insatiable, insatiate, lascivious, lickerish, lustful, ogle, rapacious, ravening, ravenous, voracious
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά άπληστος, άπληστος συνώνυμο, άπληστος στα αγγλικά, άπληστος πατέρας, άπληστος ορισμός, άπληστος ετυμολογία, άπληστος στα αγγλικά, acquisitive στα ελληνικά
άπληστος στα αγγλικά