lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άπληστος στα πορτογαλικά

Λέξη:
άπληστος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
avarento, avaro, cobiçoso, comilona, glotes, luxurioso, rapaz, sedento, sequioso, voraz, ávido
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά άπληστος, άπληστος συνώνυμο, άπληστος στα αγγλικά, άπληστος πατέρας, άπληστος ορισμός, άπληστος ετυμολογία, άπληστος στα πορτογαλικά, avarento στα ελληνικά
άπληστος στα πορτογαλικά