lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άπληστος στα ρωσικά

Λέξη:
άπληστος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (18):
алчен, алчный, алчущий, жаден, жадный, корыстен, корыстный, корыстолюбив, корыстолюбивый, лакомый, обжорливый, прожорлив, прожорливый, скупой, сладострастный, сластолюбив, сластолюбивый, стяжательный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά άπληστος, άπληστος συνώνυμο, άπληστος στα αγγλικά, άπληστος πατέρας, άπληστος ορισμός, άπληστος ετυμολογία, άπληστος στα ρωσικά, алчен στα ελληνικά
άπληστος στα ρωσικά