lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άπληστος στα γερμανικά

Λέξη:
άπληστος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
begehrlich, begierig, eigennützig, fressgierig, gefräßig, geil, geizig, geldgierig, gewinnsüchtig, gierig, habgierig, habsüchtig, happig, lüstern, naschhaft, raffgierig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά άπληστος, άπληστος συνώνυμο, άπληστος στα αγγλικά, άπληστος πατέρας, άπληστος ορισμός, άπληστος ετυμολογία, άπληστος στα γερμανικά, begehrlich στα ελληνικά
άπληστος στα γερμανικά