lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όπλο στα ρωσικά

Λέξη:
όπλο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
оружие, винтовка, орудие
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά όπλο, όπλο στα ρωσικά, оружие στα ελληνικά
όπλο στα ρωσικά