lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα αγγλικά

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (23):
adjudge, arbitrate, believe, commit, deem, doom, embed, forejudge, implant, judge, mount, opine, plant, precipitate, presume, reckon, reside, settle, suppose, think, try, understand, whiteout
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα αγγλικά, adjudge στα ελληνικά
δικάζω στα αγγλικά