lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα σουηδικά

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (9):
bedöma, plantera, tro, anse, anta, döma, mena, tycka, uppskatta
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα σουηδικά, bedöma στα ελληνικά
δικάζω στα σουηδικά