lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα γαλλικά

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (14):
critiquer, croire, emmancher, encastrer, enraciner, estime, estimer, imaginer, juger, penser, planter, remmancher, sertir, établir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα γαλλικά, critiquer στα ελληνικά
δικάζω στα γαλλικά