lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα δανική

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
anse, bedømme, beregne, dømme, fordømme, mene, plante, synes, tro, tænke, vurdere
Σχετικές λέξεις:
δανική δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα δανική, anse στα ελληνικά
δικάζω στα δανική