lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα ιταλικά

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
giudicare, piantare, calcolare, credere, opinare, pensare, presupporre, processare, ritenere, stimare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα ιταλικά, giudicare στα ελληνικά
δικάζω στα ιταλικά