lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθήκον στα αγγλικά

Λέξη:
καθήκον (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (29):
arrear, assignment, charge, chore, civic, claim, clear, debt, demand, duty, exercise, function, homework, indebtedness, infliction, job, mandate, naming, object, obligation, office, onus, problem, repay, request, requirement, requisition, responsibility, task
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά καθήκον, καθηκον συνώνυμο, καθήκον συνώνυμα, καθήκον σημασία, καθήκον ορισμός, καθήκον λεξικό, καθήκον στα αγγλικά, arrear στα ελληνικά
καθήκον στα αγγλικά