lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθήκον στα πορτογαλικά

Λέξη:
καθήκον (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (28):
carga, cargo, cometido, demanda, deter, dever, dívida, emprego, empreitada, emprestada, escritório, exigir, falena, funciona, instancia, missiva, obrigais, obrigação, oficina, oficio, ofício, pedido, postular, problema, procura, reclamar, requisito, tarefa
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καθήκον, καθηκον συνώνυμο, καθήκον συνώνυμα, καθήκον σημασία, καθήκον ορισμός, καθήκον λεξικό, καθήκον στα πορτογαλικά, carga στα ελληνικά
καθήκον στα πορτογαλικά