lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθήκον στα γερμανικά

Λέξη:
καθήκον (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (28):
amt, anfordern, anforderung, anfrage, anspruch, arbeit, aufgabe, auftrag, bedarf, bitte, büro, dienst, erfordernis, forderung, gebühr, geldschuld, ladung, nachfrage, obliegenheit, pflicht, postulat, problem, schuld, schuldigkeit, schwierigkeit, soll, verlangen, verpflichtung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά καθήκον, καθηκον συνώνυμο, καθήκον συνώνυμα, καθήκον σημασία, καθήκον ορισμός, καθήκον λεξικό, καθήκον στα γερμανικά, amt στα ελληνικά
καθήκον στα γερμανικά