lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθορίζω στα αγγλικά

Λέξη:
καθορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (9):
instantiate, jell, reify, specify, pinpoint, precise, qualify, detail, itemize
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά καθορίζω, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζω στα αγγλικά, καθορίζω ετυμολογία, καθορίζω translation, καθορίζω στα αγγλικά, instantiate στα ελληνικά
καθορίζω στα αγγλικά