lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθορίζω στα γαλλικά

Λέξη:
καθορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (8):
concrétiser, préciser, spécifier, articuler, détailler, deviser, énumérer, spécialiser
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά καθορίζω, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζω στα αγγλικά, καθορίζω ετυμολογία, καθορίζω translation, καθορίζω στα γαλλικά, concrétiser στα ελληνικά
καθορίζω στα γαλλικά