lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατηγορία στα αγγλικά

Λέξη:
κατηγορία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (35):
aggravation, batch, bootstrap, burden, burthen, cargo, charge, chore, civic, clear, clod, cumber, cumbrance, duty, encumbrance, freight, gravity, handicap, harder, lading, liability, load, loading, obligation, office, onus, payload, responsibility, shipment, strain, tax, termination, weight, weightiness, workload
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά κατηγορία, κατηγορία συνώνυμα, κατηγορία ιι κατά bethesda, κατηγορία εδάφους κατά ε.α.κ. - 2000, κατηγορία διπλώματος οδήγησης ce, κατηγορία διπλώματος οδήγησης, κατηγορία στα αγγλικά, aggravation στα ελληνικά
κατηγορία στα αγγλικά