lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατηγορία στα δανική

Λέξη:
κατηγορία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (17):
ansvar, ballast, belastning, byrde, bør, embede, kontor, ladning, last, læs, opgave, patron, pligt, tyngde, tyngdekraft, vakt, vægt
Σχετικές λέξεις:
δανική κατηγορία, κατηγορία συνώνυμα, κατηγορία ιι κατά bethesda, κατηγορία εδάφους κατά ε.α.κ. - 2000, κατηγορία διπλώματος οδήγησης ce, κατηγορία διπλώματος οδήγησης, κατηγορία στα δανική, ansvar στα ελληνικά
κατηγορία στα δανική