lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεταγενέστερος στα αγγλικά

Λέξη:
μεταγενέστερος (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (10):
another, following, morrow, next, other, posterior, second, subsequent, successive, ulterior
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά μεταγενέστερος, μεταγενέστερος συνώνυμο, μεταγενέστερος στα αγγλικά, μεταγενέστερος σημασια, μεταγενέστερος μεταφραση, μεταγενέστερος λεξικο, μεταγενέστερος στα αγγλικά, another στα ελληνικά
μεταγενέστερος στα αγγλικά