lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στέγαση στα δανική

Λέξη:
στέγαση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (15):
bo, bolig, bols, boning, bopæl, bosted, fald, hjem, hus, klangløs, kvarter, lejlighed, logi, natlogi, våning
Σχετικές λέξεις:
δανική στέγαση, φοιτητική στέγαση, στέγαση φοιτητών, στέγαση συνώνυμα, στέγαση σε οικισμό στέγασης εκτοπισθέντων, στέγαση πανεπιστήμιο κύπρου, στέγαση στα δανική, bo στα ελληνικά
στέγαση στα δανική