lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αφοπλίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decommission, defuse, disarm, disembody, dismantle
αφοπλίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
odzbrojit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abrüsten, entwaffnen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
nedruste
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desarmar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désarmer, déséquiper
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disarmare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avrusta, avruste, avvæpne, nedrusta, nedruste
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обезоруживать, разоружать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avrusta, nedrusta
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абяззбройваць
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
lefegyverez
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desarmar
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
odzbrojiť
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rozbrajać

Σχετικές λέξεις

αφοπλίζω στα αγγλικα