lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βομβαρδίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bomb, bombard, pelt, rake, strafe
βομβαρδίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bombardovat, ostřelovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beschießen, bombardieren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bombe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bombardear
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bombarder, canonner, marmiter, mitrailler
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bombardare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bomba, bombe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бомбардировать, бомбить, обстреливать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bomba
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бамбардзіраваць, бамбіць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pommittaa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bomba
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bombardear
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бомбардувати, бомбити, загорода, фунт
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bombardować, ostrzeliwać

Σχετικές λέξεις

βομβαρδίζω συνώνυμα