lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δόντι στα βουλγαρικά

Λέξη:
δόντι (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά δόντι, δόντι όνειρο, δόντι στον ουρανίσκο, δόντι στα αρχαία ελληνικά, δόντι πόνος, δόντι που κουνιέται, δόντι στα βουλγαρικά, зъб στα ελληνικά
δόντι στα βουλγαρικά