lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δόντι στα λευκορωσίας

Λέξη:
δόντι (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
бівень, зуб, ікол, зубец
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας δόντι, δόντι όνειρο, δόντι στον ουρανίσκο, δόντι στα αρχαία ελληνικά, δόντι πόνος, δόντι που κουνιέται, δόντι στα λευκορωσίας, бівень στα ελληνικά
δόντι στα λευκορωσίας