lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δόντι στα ουγγρική

Λέξη:
δόντι (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
agyar, cakk, fog
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική δόντι, δόντι όνειρο, δόντι στον ουρανίσκο, δόντι στα αρχαία ελληνικά, δόντι πόνος, δόντι που κουνιέται, δόντι στα ουγγρική, agyar στα ελληνικά
δόντι στα ουγγρική