lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δόντι στα ουκρανικά

Λέξη:
δόντι (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
бивень, зуб, ікло, виступ, зубець, зубний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δόντι, δόντι όνειρο, δόντι στον ουρανίσκο, δόντι στα αρχαία ελληνικά, δόντι πόνος, δόντι που κουνιέται, δόντι στα ουκρανικά, бивень στα ελληνικά
δόντι στα ουκρανικά